Αγγλικά » Γερμανικά

I . dob <-bb-> [dɒb] ΡΉΜΑ μεταβ αυστραλ οικ

II . dob <-bb-> [dɒb] ΡΉΜΑ αμετάβ αυστραλ οικ

dob in ΡΉΜΑ μεταβ αυστραλ οικ

to dob in sb to do sth
jdn zu etw δοτ verdonnern

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to dob sb in to sb
to dob in sb to do sth

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "dob" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文