Γαλλικά » Γερμανικά

anglais(e) [ɑ͂glɛ, ɛz] ΕΠΊΘ

ιδιωτισμοί:

Anglais(e) <πλ Anglais, Anglaises> [ɑ͂glɛ, ɛz] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Anglais(e)
Engländer(in) αρσ (θηλ)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Son sort était scellé car « il est trouvé en possession d’un revolver et chaussé de chaussures anglaises».
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina