Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Maßen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

maß [maːs]

maß απλ παρελθ von messen

Βλέπε και: messen

II . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αμετάβ

1. messen (Höhe):

III . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αυτοπ ρήμα

Maß1 <-es, -e> [maːs] SUBST ουδ

2. Maß (gemessene Größe):

4. Maß (Phrasen):

Maß halten in/bei +δοτ

Maß2 <-, -(e)> [maːs] SUBST θηλ A ιδιωμ

Παραδειγματικές φράσεις με Maßen

über alle Maßen
in/mit Maßen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский