Γερμανικά » Ελληνικά

II . ein|fügen VERB αυτοπ ρήμα

einfügen sich einfügen (anpassen):

sich einfügen in +αιτ

Παραδειγματικές φράσεις με eingefügte

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский