Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „transitives“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

transitiv [ˈtranzitiːf, --ˈ-] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Nach ihrem Verhältnis zum Objekt werden die Verben eingeteilt in transitives Verb und intransitives Verb.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский