Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „trinkst“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

II . trinken <trinkt, trank, getrunken> [ˈtrɪŋkən] VERB αμετάβ οικ (Alkoholiker sein)

Παραδειγματικές φράσεις με trinkst

trinkst du aus einem Glas?

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Du trinkst, Traurige, Wasser, und eilst geschwinde davon.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский