Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Θεσσαλονίκη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Θεσσαλονίκη [θɛsalɔˈnici] SUBST θηλ

1. Θεσσαλονίκη (η αρχαία):

Θεσσαλονίκη
Thessalonike ουδ

2. Θεσσαλονίκη (η σημερινή):

Θεσσαλονίκη
Thessaloniki ουδ
Θεσσαλονίκη
Saloniki ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με Θεσσαλονίκη

η Θεσσαλονίκη τη νύχτα
μετοίκησε στη Θεσσαλονίκη
μένει στην Ελλάδα/στη Θεσσαλονίκη
πόσο απέχει η Θεσσαλονίκη από την Αθήνα;

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский