Ελληνικά » Γερμανικά

άνυδρ|ος <-η, -ο> [ˈaniðrɔs] ΕΠΊΘ

1. άνυδρος (χωρίς αρκετό νερό):

άνυδρος

2. άνυδρος (χωρίς αρκετή βροχή):

άνυδρος
Trockenzone θηλ
άνυδρος αμετάβλ ΧΗΜ
wasserfrei αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский