Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άπιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άπιστ|ος <-η, -ο> [ˈapistɔs] ΕΠΊΘ

1. άπιστος (δύσπιστος):

άπιστος
άπιστος Θωμάς

2. άπιστος (στο σύζυγο):

άπιστος

Παραδειγματικές φράσεις με άπιστος

άπιστος Θωμάς

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский