Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άστρωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άστρωτ|ος <-η, -ο> [ˈastrɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. άστρωτος (πανί):

άστρωτος

2. άστρωτος (τραπέζι):

άστρωτος

3. άστρωτος (κρεβάτι):

άστρωτος

4. άστρωτος (δρόμος):

άστρωτος

5. άστρωτος (μηχανή):

άστρωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский