Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ένθεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ένθεμα [ˈɛnθɛma] SUBST ουδ

1. ένθεμα (αντικείμενο):

ένθεμα
Einsatz αρσ

2. ένθεμα ΙΑΤΡ:

ένθεμα πορσελάνης
Keramikinlay ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ένθεμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский