Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αγοραστικός , αγοραστός και αγοραστής

αγοραστικ|ός <-ή, -ό> [aɣɔrastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. αγοραστικός (αναφερόμενος στις συναλλαγές):

Markt-
Marktwert αρσ

αγοραστής (αγοράστρια) [aɣɔrasˈtis, aɣɔˈrastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αγοραστ|ός <-ή, -ό> [aɣɔrasˈtɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский