Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακυρότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακυρότητα [aciˈrɔtita] SUBST θηλ

ακυρότητα
Ungültigkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ακυρότητα

ακυρότητα θηλ γάμου ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский