Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλόγιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλόγιστ|ος <-η, -ο> [aˈlɔjistɔs] ΕΠΊΘ

1. αλόγιστος (κατανάλωση, χρήση):

αλόγιστος

2. αλόγιστος (φόβος):

αλόγιστος

3. αλόγιστος (καταστροφή):

αλόγιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский