Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αν|άγω <-ήγαγα, -ήχθην, -ηγμένος> [aˈnaɣɔ] VERB μεταβ

1. ανάγω (γενικά):

ανάγω σε

2. ανάγω ΜΑΘ:

ανάγω
reduzierte Form θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский