Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναισθησία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναισθησία [anɛsθiˈsia] SUBST θηλ

1. αναισθησία (έλλειψη αίσθησης, αδιαφορία):

αναισθησία

2. αναισθησία ΙΑΤΡ:

αναισθησία
Narkose θηλ
αναισθησία
Anästhesie θηλ
τοπική αναισθησία
lokale Narkose θηλ
γενική αναισθησία
Vollnarkose θηλ
γενική αναισθησία
ολική αναισθησία
Vollnarkose θηλ
αναισθησία μέσω ψύξης

Παραδειγματικές φράσεις με αναισθησία

τοπική αναισθησία
γενική αναισθησία
ολική αναισθησία
αναισθησία μέσω ψύξης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский