Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακαλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακαλ|ώ <-είς, -εσα, -έστηκα, -εσμένος> [anakaˈlɔ] VERB μεταβ

1. ανακαλώ (φωνάζω πίσω):

ανακαλώ
ανακαλώ κάτι στη μνήμη μου

2. ανακαλώ (από υπηρεσία):

ανακαλώ

3. ανακαλώ (ακυρώνω):

ανακαλώ

4. ανακαλώ (ό,τι είπα):

ανακαλώ

5. ανακαλώ (υπόσχεση):

ανακαλώ

6. ανακαλώ Η/Υ (δεδομένα):

ανακαλώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский