Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αν|ακτώ <-ακτάς, -έκτησα, -ακτήθηκα, -ακτημένος> [anakˈtɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με ανακτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский