Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναλογιστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναλογιστής [analɔjiˈstis] SUBST αρσ

1. αναλογιστής ΟΙΚΟΝ (για ασφαλιστικά θέματα):

αναλογιστής
Versicherungsmathematiker(in) αρσ (θηλ)
αναλογιστής
Aktuar(in) αρσ (θηλ)

2. αναλογιστής ΟΙΚΟΝ (γενικότερα):

αναλογιστής
Wirtschaftsmathematiker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский