Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπαραγωγική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)
αναπαραγωγική ικανότητα
αναπαραγωγική περίοδος
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „αναπαραγωγική“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
σε αναπαραγωγική ηλικία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский