Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπηδώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναπηδ|ώ <-άς, -ησα> [anapiˈðɔ] VERB αμετάβ

1. αναπηδώ (άνθρωπος, μπάλα):

αναπηδώ

2. αναπηδώ (αίμα):

αναπηδώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский