Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανασκάβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αν|ασκάβω <-έσκαψα, -ασκάφτηκα, -ασκαμμένος> [anaˈskavɔ] VERB μεταβ

1. ανασκάβω (δρόμους κτλ):

ανασκάβω

2. ανασκάβω (βγάζω: θησαυρό κτλ):

ανασκάβω

3. ανασκάβω (κατεδαφίζω):

ανασκάβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский