Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανατροπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανατροπή [anatrɔˈpi] SUBST θηλ

1. ανατροπή (με μηχάνημα):

ανατροπή
Kippen ουδ

2. ανατροπή (ρίξιμο στο έδαφος):

ανατροπή
Umsturz αρσ

3. ανατροπή (κυβέρνησης, πολιτικού):

ανατροπή
Sturz αρσ

4. ανατροπή (ισχυρισμού):

ανατροπή
Widerlegung θηλ

5. ανατροπή (ντάμπινγκ):

ανατροπή
Dumping ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский