Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανδρόγυνο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανδρόγυνο

ανδρόγυνο s. αντρόγυνο

Βλέπε και: αντρόγυνο

αντρόγυνο [anˈdrɔjinɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский