Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανοδικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανοδικ|ός <-ή, -ό> [anɔðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ανοδικός (κατευθυνόμενος προς τα πάνω):

ανοδικός
aufsteigend, Aufwärts-

Παραδειγματικές φράσεις με ανοδικός

ανοδικός συσσωρευτής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский