Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανομοιογενής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανομοιογεν|ής <-ής, -ές> [anɔmiɔjɛˈnis] ΕΠΊΘ

1. ανομοιογενής (αποτελούμενος από ανόμοια μέρη):

ανομοιογενής

2. ανομοιογενής (κάποιο έργο ως προς την ποιότητά του):

ανομοιογενής

3. ανομοιογενής:

ανομοιογενής ΧΗΜ, ΦΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский