Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντίκρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντίκρισμα [anˈdikrizma] SUBST ουδ

1. αντίκρισμα (συνάντηση):

αντίκρισμα
Begegnung θηλ

2. αντίκρισμα ΕΜΠΌΡ:

αντίκρισμα
Deckung θηλ
επιταγή θηλ χωρίς αντίκρισμα

Παραδειγματικές φράσεις με αντίκρισμα

επιταγή θηλ χωρίς αντίκρισμα
επιταγή χωρίς αντίκρισμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский