Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντηλιακό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντηλιακό [andiliaˈkɔ] SUBST ουδ

1. αντηλιακό (κρέμα ή γαλάκτωμα):

αντηλιακό

2. αντηλιακό (κρέμα):

αντηλιακό
Sonnencreme θηλ

3. αντηλιακό (γαλάκτωμα):

αντηλιακό
Sonnenmilch θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский