Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αντιλαμβάνομαι και επιλαμβάνομαι

αντιλ|αμβάνομαι <-ήφθηκα> [andilaɱˈvanɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. αντιλαμβάνομαι (ήχο, φως):

2. αντιλαμβάνομαι (παίρνω είδηση: εκείνο που συμβαίνει):

4. αντιλαμβάνομαι (καταλαβαίνω, κατανοώ):

επιλ|αμβάνομαι <-ήφθηκα> [ɛpilaɱˈvanɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский