Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανόργωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανόργωτ|ος <-η, -ο> [aˈnɔrɣɔtɔs] ΕΠΊΘ (χωράφι)

ανόργωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский