Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αξεχώριστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αξεχώριστ|ος <-η, -ο> [aksɛˈxɔristɔs] ΕΠΊΘ

1. αξεχώριστος (φίλοι):

αξεχώριστος

2. αξεχώριστος (φρούτα):

αξεχώριστος

3. αξεχώριστος (που δε διακρίνεται από τους άλλους):

αξεχώριστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский