Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απέρχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απ|έρχομαι <-ήλθα> [aˈpɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

1. απέρχομαι (φεύγω):

απέρχομαι

2. απέρχομαι (από αξίωμα):

απέρχομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский