Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „απασχολούμενος“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

απασχολούμενος αρσ
απασχολούμενος αρσ (απασχολούμενη) θηλ
μη απασχολούμενος
μερικά απασχολούμενος αρσ
είμαι μερικώς απασχολούμενος
είμαι μερικώς απασχολούμενος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский