Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απεμπολώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απεμπολ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɛmbɔˈlɔ] VERB μεταβ

1. απεμπολώ (εγκαταλείπω):

απεμπολώ κάτι

2. απεμπολώ (προδίδω):

απεμπολώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский