Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποδείχνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αποδεί|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [apɔˈðixnɔ] VERB μεταβ

1. αποδείχνω ΜΑΘ:

αποδείχνω

2. αποδείχνω (τεκμηριώνω):

αποδείχνω

II . αποδείχνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με αποδείχνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский