Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκαλυπτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκαλυπτικ|ός <-ή, -ό> [apɔkaliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αποκαλυπτικός:

αποκαλυπτικός

2. αποκαλυπτικός ΘΡΗΣΚ:

αποκαλυπτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский