Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκλειστικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκλειστικότητα [apɔklistiˈkɔtita] SUBST θηλ

1. αποκλειστικότητα (ιδιότητα του αποκλειστικού):

αποκλειστικότητα
αμοιβαία αποκλειστικότητα ΝΟΜ

2. αποκλειστικότητα (αποκλειστικό δικαίωμα):

αποκλειστικότητα
Exklusivrecht ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αποκλειστικότητα

αμοιβαία αποκλειστικότητα ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский