Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποστάτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποστάτης (αποστάτισσα) [apɔˈstatis, apɔˈstatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. αποστάτης (που αποσκίρτησε):

αποστάτης (αποστάτισσα)

2. αποστάτης (επαναστάτης):

αποστάτης (αποστάτισσα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский