Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποχωρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποχωρ|ώ <-είς, -ησα> [apɔxɔˈrɔ] VERB αμετάβ

1. αποχωρώ (από αξίωμα):

αποχωρώ από

2. αποχωρώ (από επιχείρηση, αθλητισμό):

αποχωρώ από

3. αποχωρώ ΣΤΡΑΤ:

αποχωρώ

4. αποχωρώ (αποσύρομαι: για ύπνο):

αποχωρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский