Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρμενίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρμενί|ζω <-σα> [armɛˈnizɔ] VERB αμετάβ

1. αρμενίζω ΝΑΥΣ:

αρμενίζω

2. αρμενίζω (σύννεφα):

αρμενίζω

3. αρμενίζω μτφ (ταξιδεύω):

αρμενίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский