Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρπάγη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρπάγη [arˈpaji] SUBST θηλ (γάντζος)

αρπάγη
Haken αρσ

αρπαγή [arpaˈji] SUBST θηλ

1. αρπαγή (κλοπή):

Raub αρσ

2. αρπαγή (απαγωγή):

Entführung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский