Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασημώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασημώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [asiˈmɔnɔ] VERB μεταβ (επαργυρώνω)

ασημώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский