Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασθενώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασθεν|ώ <-είς, -ησα> [asθɛˈnɔ] VERB αμετάβ

1. ασθενώ (πέφτω άρρωστος):

ασθενώ

2. ασθενώ (είμαι άρρωστος):

ασθενώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский