Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασκούπιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασκούπιστ|ος <-η, -ο> [aˈskupistɔs] ΕΠΊΘ

1. ασκούπιστος (χέρια, πιάτα):

ασκούπιστος

2. ασκούπιστος (δάκρυα):

ασκούπιστος

3. ασκούπιστος (πάτωμα):

ασκούπιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский