Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αστείος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αστεί|ος <-α, -ο> [asˈtiɔs] ΕΠΊΘ

1. αστείος (κωμικός):

αστείος

2. αστείος (γελοίος):

αστείος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский