Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασωτία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασωτία [asɔˈtia] SUBST θηλ

1. ασωτία (ακολασία):

ασωτία
μια ζωή θηλ ασωτία(ς)
το ρίχνω στην ασωτία

2. ασωτία (πράξη):

ασωτία
Ausschweifung θηλ

3. ασωτία (σπατάλη):

ασωτία
Verschwendung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ασωτία

το ρίχνω στην ασωτία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский