Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατακτοποίητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατακτοποίητ|ος <-η, -ο> [ataktɔˈpiitɔs] ΕΠΊΘ

1. ατακτοποίητος (υπόθεση):

ατακτοποίητος

2. ατακτοποίητος (δουλειά που πρέπει να γίνει):

ατακτοποίητος

3. ατακτοποίητος (λογαριασμός):

ατακτοποίητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский