Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτί

αυτί s. αφτί

Βλέπε και: αφτί

αφτί [afˈti] SUBST ουδ

1. αφτί (όργανο):

Ohr ουδ
Segelohren ουδ πλ
äußeres Ohr ουδ
Mittelohr ουδ
Innenohr ουδ
Meerohr ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский