Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφηνιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφη|νιάζω <-νίασα, -νιασμένος> [afiˈɲazɔ] VERB αμετάβ

1. αφηνιάζω (άλογο):

αφηνιάζω

2. αφηνιάζω (από θυμό):

αφηνιάζω
außer sich αιτ o δοτ geraten

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский