Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφιερώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αφιερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [afiɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ (ένα βιβλίο, τη ζωή μου)

αφιερώνω

II . αφιερώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με αφιερώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский